-
1 πέζα
πέζα, ἡ, 1) der Fuß, ursprünglich dor. u. arkad. statt πούς, nach Poll. 2, 192 τὸ ὑπὸ τῇ κνήμῃ μέρος, vgl. Galen.; μέχρι πέζης, Strat. 18 (XII, 176); s. die compp., wie ἀργυρόπεζος. – Gew. übtr. das Unterste, Aeußerste eines jeden Körpers, ἐπὶ ῥυμῷ, πέζῃ ἔπι πρώτῃ, am äußersten Vorderende der Deichsel, Il. 24, 272. – 2) am Kleide, der Saum, Vorstoß, Ap. Rh. 4, 46 Antp. Sid. 23 (VI, 287); vgl. Poll. 7, 51. – 3) ein Fischernetz, Opp. Hal. 3, 83.
-
2 προσπιπτω
дор. ποτῐπίπτω (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)1) припадать(βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς γόνυ Eur.; θεῶν πρὸς βρέτας Arph.; τινί NT.)
ἱκέτης προσπίπτω Xen. — я припадаю с мольбой (к твоим ногам)2) коленопреклоненно просить(τινά Eur., Luc.; βρέτη δαιμόνων Aesch.)
3) попадать, впадать(πρὸς τὸν Ἐρύμανθον Polyb.)
π. τῇ κνήμῃ Xen. — попадать в голень;π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. — попадать под солнечные лучи;ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα Thuc. — (то место стены), куда приходилась насыпь;ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ προσπεσεῖν Plut. — быть занесенным ветрами в Тиррению;π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. — стать жертвой ужаснейшей судьбы;ἡδοναῖς π. Plat. — предаваться наслаждениям4) нападать(τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT.)
προσπεσόντες τρέπουσι μέρος τι τοῦ στρατοῦ Thuc. — внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии;μέ λάθῃ με προσπεσών Soph. — чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня5) бросаться, устремляться, подбегать(τινί Her., Xen.)
6) перен. склоняться, сближаться(τῷ Ἀναξαγόρᾳ Plat.)
7) выпадать (на долю), случатьсяτὰ προσπεσόντα Eur., Men. — выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства;πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. — в соответствии с обстоятельствами;ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. — что ни попадется;ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν ἄλλο ἂν ἐγεγόνει Plat. — случившееся с другим по-другому и получится;τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc. — ввиду случившихся больших расходов8) (о слухах и т.п.) доходить, достигатьπροσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. — распространился слух, что послы прибыли;
Κύρῳ φῆμαι καὴ λόγοι προσέπιπτον Plut. — до Кира дошли слухи и толки
См. также в других словарях:
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek